-
1 ἐν-δαίω
ἐν-δαίω (s. δαίω), darin entzünden; übertr., πόϑον τινί, in Einem Sehnsucht entzünden, Pind. P. 4, 183. – Pass., bei Hom. in tmesi, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od. 6, 132; Ap. Rh. 3, 286 βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ νέρϑεν ὑπὸ κραδίῃ φλογὶ εἴκελον, brannte sich ein. – S. ἐνδατέομαι.
-
2 ἐνδαίω
ἐνδαίω (A),A light or kindle in: metaph.,ἐ. πόθον τινί Pi.P.4.184
:— [voice] Med., burn or glow in,ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od.6.131
;βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ A.R.3.286
.------------------------------------ἐνδαίω (B),A distribute, in [voice] Pass., ἐνδεδασμέναι ἡλικίαι Pyth. ap. Iamb. VP31.201; cf. ἔνδασαι· μέρισον, Hsch. -
3 ἐνδαίω
ἐν-δαίω, darin entzünden; übertr., πόϑον τινί, in einem Sehnsucht entzünden. Pass., βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ νέρϑεν ὑπὸ κραδίῃ φλογὶ εἴκελον, brannte sich ein
См. также в других словарях:
ενδαίω — (I) ἐνδαίω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων) 2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθες β) «βέλος δ ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» το … Dictionary of Greek